- κεντητικός
- -ή, -ό (Α κεντητικός, -ή, -όν) [κεντώ]νεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η κεντητικήη τέχνη τής διακόσμησης υφασμάτων με κεντήματα, η τέχνη τού κεντήματοςαρχ.αυτός που κεντάει, που τσιμπάει, νυκτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντητικώτερα — κεντητικός prickly neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek